- κυβερνιέμαι
- κυβερνιέμαι, κυβερνήθηκα, κυβερνημένος βλ. πίν. 59
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
οχλοκρατούμαι — κυβερνιέμαι με τρόπο οχλοκρατικό, από τον όχλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δουλοκρατούμαι — δουλοκρατοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. κυβερνιέμαι από δούλους 2. κυβερνιέμαι ως δούλος … Dictionary of Greek
δυσνομούμαι — ( έομαι) 1. κυβερνιέμαι με κακούς νόμους 2. κυβερνιέμαι άσχημα … Dictionary of Greek
αριστοκρατώ — ἀριστοκρατῶ ( έω) (Μ), ἀριστοκρατοῡμαι (Α) [αριστοκρατία] ανήκω στην τάξη των αριστοκρατών αρχ. ἀριστοκρατοῡμαι κυβερνιέμαι από τους αρίστους, τους ευγενείς, ζω σε πόλη με αριστοκρατικό πολίτευμα … Dictionary of Greek
βασιλεύω — (AM βασιλεύω) Ι. 1. είμαι ή γίνομαι βασιλιάς 2. ασκώ τη βασιλική εξουσία ή (γενικότερα) κυβερνώ, διοικώ 3. ζω βασιλικά, με βασιλική άνεση μσν. νεοελλ. 1. δύω («ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται», «βασίλευσεν ὁ ἥλιος κι ἔφθασεν ἡ ἑσπέρα») 2.… … Dictionary of Greek
γυναικοκρατούμαι — (AM γυναικοκρατοῡμαι, έομαι) κυβερνιέμαι από γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + κρατώ < κράτος] … Dictionary of Greek
δεσποτώ — δεσποτῶ ( έω) (Α) [δεσπότης] 1. δεσποτεύω 2. παθ. δεσποτοῡμαι κυβερνιέμαι απολυταρχικά … Dictionary of Greek
διοικώ — (AM διοικῶ, έω) [οικώ] 1. ρυθμίζω, διευθετώ, διαχειρίζομαι 2. επαρκώ, φτάνω αρχ. μσν. είμαι επίτροπος μσν. 1. μέσ. κυβερνιέμαι, κανονίζω τη ζωή μου, περνώ τον καιρό μου 2. (για φατρίες τού Ιπποδρόμου) ενεργώ ως διευθυντής, ως υπεύθυνος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κακονομούμαι — (Α κακονομοῡμαι, έομαι) [κακόνομος] κυβερνιέμαι με κακό σύστημα νόμων, κακοδιοικούμαι, κακοκυβερνιέμαι … Dictionary of Greek
παθοκρατούμαι — παθοκρατοῡμαι, έομαι (Α) κυριεύομαι, κυβερνιέμαι από τα πάθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κρατοῦμαι (πρβλ. τρομο κρατούμαι)] … Dictionary of Greek